- αζαρόλι
- και αζερόλι, το, και αζάρολος και αζαρόλος, ο [αζαρόλος] Βοτ.κοινή ονομασία τών καρπών τής αζαρολιάς. Στην Αρτάκη τής Κυζίκου αναφέρονται ως καντινέρια (= μικρές Τουρκοπούλες), πιθ. για το κόκκινο χρώμα τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζαρόλος — και αζάρολος, ο το αζαρόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατιν. azarolus, πρβλ. ιταλ. azzeruola] … Dictionary of Greek